σειραφόρος — σειρᾱφόρος , σειραφόρος which draws by the trace only masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρηφόρον — σειραφόρος which draws by the trace only masc/fem acc sg (ionic) σειραφόρος which draws by the trace only neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειραφόρον — σειρᾱφόρον , σειραφόρος which draws by the trace only masc/fem acc sg σειρᾱφόρον , σειραφόρος which draws by the trace only neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
παράσειρος — η, ο / παράσειρος, ον, ΝΑ (για άλογα) αυτός που δεν είναι ζευγμένος αλλά δεμένος στα πλάγια τού κανονικού ζεύγους αλόγων που σύρουν το όχημα, αλλ. σειραφόρος αρχ. 1. παράπλευρος, αυτός που βρίσκεται στο πλευρό κάποιου 2. μτφ. σύντροφος 3. (το ουδ … Dictionary of Greek
σειραφόριο — το, Ν [σειραφόρος] ξύλινο ή σιδερένιο κοντάρι που βρίσκεται στο πρόσθιο μέρος άμαξας, στο οποίο προσδένονται οι σειράδες … Dictionary of Greek
σειρηφόρος — ον, Α βλ. σειραφόρος … Dictionary of Greek
σειροφόρος — ον, Α βλ. σειραφόρος … Dictionary of Greek
σειραφόροι — σειρᾱφόροι , σειραφόρος which draws by the trace only masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειραφόρους — σειρᾱφόρους , σειραφόρος which draws by the trace only masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)